επιδεικτικός

επιδεικτικός
-ή, -ό (AM ἐπιδεικτικός, -ή, -όν)
1. κατάλληλος για επίδειξη
2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» — έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την τάση να επιδεικνύεται
2. εντυπωσιακός
αρχ.
1. ο κατάλληλος να επιδείξει κάτι («ταύτης [τῆς ρητορικῆς] μετέχει, καθ’ ὅσον ἤθους τε καὶ πάθους ἐπιδεικτική ἐστιν», Λουκιαν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ό ἐπιδεικτικός
(για ρήτορα) αυτός που αγορεύει για επίδειξη
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιδεικτική
η ρητορική που περιλαμβάνει επιδεικτικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεικτικός (< δείκτης < δεικνύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδεικτικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδεικτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αρέσει να επιδείχνεται, ο ρεκλαματζής. 2. που γίνεται για επίδειξη: Επιδεικτική παρέλαση του εχθρού. 3. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός, φαντεζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδεικτικά — ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc pl ἐπιδεικτικά̱ , ἐπιδεικτικός fem nom/voc/acc dual ἐπιδεικτικά̱ , ἐπιδεικτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικώτερον — ἐπιδεικτικός adverbial comp ἐπιδεικτικός masc acc comp sg ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικῶν — ἐπιδεικτικός fem gen pl ἐπιδεικτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικόν — ἐπιδεικτικός masc acc sg ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικαῖς — ἐπιδεικτικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικαί — ἐπιδεικτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικοῖς — ἐπιδεικτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικοί — ἐπιδεικτικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”